- χριστοκτόνος
- -ον, Αεκκλ. αυτός που σκότωσε τον Χριστό, χριστοφόνος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω, σκοτώνω»), πρβλ. πατρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
χριστοκτονία — ἡ, ΜΑ [χριστοκτόνος] εκκλ. ο φόνος τού Χριστού … Dictionary of Greek
χριστοκτονώ — έω, Μ [χριστοκτόνος] φονεύω τον Χριστό … Dictionary of Greek
ՏԻՐԱՍՊԱՆ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0878 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 12c ա. φονευτής τοῦ κυρίου interfector domini, occisor patroni. Սպանօղ տեառն իւրոյ. իր տիրոջը սպաննողը. *Ողջոյն իցէ զամրի տիրասպան. ՟Դ. Թագ. ՟Թ. 31: *Ի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔՐԻՍՏՈՍԱՍՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 1017 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. χριστοκτόνος christi interfector. Սպանօղ քրիստոսի. աստուածասպան. խաչահանու. *Հրէայքն քրիստոսասպանք եղեն. Ստեփաննոս ընդդէմ քրիստոսասպանիցն անպարտելի դիմամարտ: Սակս անարժան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)